- δεσμώνω
- (AM δεσμῶ, -όωΜ και δεσμώνω) [δεσμός]δένω κάποιον με δεσμάμσν.1. δένω2. υποδουλώνω3. τυλίγω κάτι σφιχτά4. φρ. «ὅρκον δεσμώνω» — δένομαι με όρκο5. (μτχ. παθ. παρακμ.) δεσμωμένος, -η, -ονο δέσμιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… … Dictionary of Greek
δεσμώ — (I) (AM δεσμῶ, έω) [δεσμός] φρ. «τὸ δεσμεῑν τε καὶ λύειν» το δικαίωμα τών αποστόλων και τών διαδόχων τους να χορηγούν άφεση αμαρτιών νεοελλ. φρ. «αυτός έχει το δεσμείν και λύειν» εισακούεται ανεπιφύλακτα από κάποιον ανώτερο του αρχ. μσν. δένω… … Dictionary of Greek